ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ / 1η Φεβρουαρίου 2007
Ό,τι βλέπετε στις φωτογραφίες δεν είναι κακόγουστα αντίγραφα αρχαίων αγαλμάτων για ανυποψίαστους τουρίστες. Είναι η προσπάθεια υποψιασμένων ερευνητών και αρχαιολόγων να μας δείξουν ότι επί αιώνες ζούσαμε σε μία πλάνη: τα γλυπτά της ελληνικής αρχαιότητας δεν ήταν πάλλευκα. Διέθεταν έντονα χρώματα που, στην πορεία του χρόνου, ξεθώριασαν - μέχρι που εξαφανίστηκαν!
Η εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης της έκθεσης αιφνιδιάζει: εδώ μια κόρη με κατακόκκινα χείλη, έντονο «αϊλάινερ» και τονισμένες βλεφαρίδες. Λίγο πιο κει ένας πολεμιστής με πράσινα σανδάλια, κίτρινο χιτώνα και λινοθώρακα σε έντονο μπλε.
«Η αντίληψη περί λευκότητας των μαρμάρων είναι εντελώς λανθασμένη. Αναπτύχθηκε στα τέλη του 17ου αι. και στηριζόταν στα ορατά αγάλματα, που παρέμεναν εκτεθειμένα στην κοινή θέα, αλλά και στις ατμοσφαιρικές συνθήκες που με το χρόνο είχαν σβήσει τα χρώματα τους».
Ο Πραξιτέλης έλεγε ότι τα καλύτερα αγάλματα του ήταν εκείνα στα οποία είχε βάλει το χεράκι του ο -γνωστός από τον 4ο αι.- ζωγράφος Νικίας. Γενικά, ήταν αδιανόητο στους προγόνους μας να βλέπουν τα αγάλματα με το φυσικό χρώμα του μαρμάρου.
Η έκθεση με τίτλο «Πολύχρωμοι θεοί» φιλοξενήθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μέχρι και τις 25 Μαρτίου 2007.
Χρώματα
Κείμενο: Άρης Μαλανδράκης / Φωτογραφίες: Γεράσιμος Δομένικος
Αγάλματα που... πέρασε η μπογιά τους
(Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών Φεβρουάριος ? Μάρτιος 2007)
Η μεγάλη «λευκή πλάνη» στην οποία ζούσαμε για αιώνες σχετικά με τα αγάλματα και τα μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας γίνεται σμπαράλια αυτές τις μέρες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το περίφημο «παρθένο λευκό» των μαρμάρων που διασώζονται ως τις μέρες μας, και πάνω στο οποίο «επένδυσαν» έως και υπέρμαχοι του φασισμού, ήταν στην πραγματικότητα μια πολύχρωμη πανδαισία, με θεούς, ημίθεους, κόρες και εφήβους να ποζάρουν με έντονο... «μακιγιάζ» σε επιτύμβιες στήλες, αετωματικά γλυπτά, αναθηματικά ανάγλυφα κ.ά.
Βασισμένη σε έρευνες που διεξάγει από το 1982 το Πανεπιστήμιο του Μονάχου σχετικά με τον επιχρωματισμό των γλυπτών στην αρχαιότητα, η έκθεση, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πριν από 3 χρόνια στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, αποτελεί προϊόν έρευνας γερμανών αρχαιολόγων με επικεφαλής τον δρα Βίντσεντς Μπρίνκμαν. Περιλαμβάνει δε 21 εκμαγεία από γνωστά αγάλματα (η Πεπλοφόρος της Ακρόπολης, ο Λέων του Λουτρακίου κ.ά.). Εκτίθενται, επίσης, αντίγραφα εναέτιων μορφών από το ναό της Αφαίας, η ανατολική ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων, τμήματα της «σαρκοφάγου του Μεγ. Αλεξάνδρου» και πολλά άλλα. Όλα βαμμένα σε έντονα μπλε, κόκκινα, πράσινα ή κίτρινα χρώματα. Η εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης της έκθεσης αιφνιδιάζει: εδώ μια κόρη με κατακόκκινα χείλη, έντονο «αϊλάινερ» και τονισμένες βλεφαρίδες. Λίγο πιο κει ένας πολεμιστής με πράσινα σανδάλια, κίτρινο χιτώνα και λινοθώρακα σε έντονο μπλε ? η απελπισία κάθε στυλίστα!
Δίπλα στα έγχρωμα «ριμέικ» του Μονάχου, υπάρχουν 51 αυθεντικά γλυπτά από τη συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι ? αναπόφευκτες ? συγκρίσεις δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Τελικά, ποια είναι η αλήθεια για τα αγάλματα με τα οποία διακοσμούσαν τις πόλεις τους οι αρχαίοι μας πρόγονοι; Ο Νικόλαος Κάλτσας, διευθυντής του Μουσείου και εμπνευστής της ιδέας να τοποθετηθούν δίπλα δίπλα τα πρωτότυπα γλυπτά και τα αντίγραφα τους, αναλαμβάνει να απαντήσει στο επίμαχο ερώτημα: «Την αλήθεια δεν τη γνωρίζουμε απόλυτα. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, όμως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα γλυπτά επιχρωματίζονταν. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως αγάλματα που διασώζουν, έστω και ισχνά, κάποια από τα χρώματα τους. Αφετέρου, μπορούμε με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας να διακρίνουμε και να φωτογραφίσουμε τα ίχνη που άφησαν στο μάρμαρο όσα χρώματα σβήστηκαν με την πάροδο των αιώνων. Βρήκαμε, λοιπόν, ότι χρησιμοποιούνταν 4 βασικά χρώματα: το κόκκινο του κινναβάρεως, το μπλε του αζουρίτη, το πράσινο του μαλαχίτη και το κίτρινο της ώχρας».
Πολύ πριν η επιστήμη και η τεχνολογία γίνουν πολύτιμα βοηθήματα για τους «κυνηγούς των χαμένων χρωμάτων», οι αρχαιολόγοι βάσιζαν τις έρευνες τους στις αρχαίες πηγές. Ο Πραξιτέλης, για παράδειγμα, έλεγε ότι τα καλύτερα αγάλματα του ήταν εκείνα στα οποία είχε βάλει το χεράκι του ο ? γνωστός από τον 4ο αιώνα ? ζωγράφος Νικίας. Γενικά, ήταν αδιανόητο στους αρχαίους προγόνους μας να βλέπουν τα αγάλματα με το φυσικό χρώμα του μαρμάρου. Κάθε γλυπτό θεωρούνταν ολοκληρωμένο μόνο μετά την επιζωγράφισή του. «Η λογική τους ήταν ότι το άγαλμα έπρεπε να δείχνει "ζωντανό"» λέει ο Νικόλαος Κάλτσας. «Η διαδεδομένη αντίληψη περί της λευκότητας των μαρμάρων είναι εντελώς λανθασμένη και αρκετά πρόσφατη ιστορικά. Αναπτύχθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα και στηριζόταν στα ορατά αγάλματα, που παρέμεναν εκτεθειμένα στην κοινή θέα, αλλά και στις ατμοσφαιρικές συνθήκες που με την πάροδο των αιώνων είχαν σβήσει τα χρώματα τους. Με τις συστηματικές ανασκαφές άρχισαν να βγαίνουν από τη γη αγάλματα που είχαν διατηρήσει τα χρώματα τους. Ειδικά με τις ανασκαφές που έκαναν οι Γερμανοί στο ναό της Αφαίας, στην Αίγινα, βρέθηκαν κομμάτια από τα γείσα των αετωμάτων ή άλλων σημείων του ναού που διέσωζαν σε μεγάλο βαθμό τα χρώματα τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξουν νέοι ορίζοντες στην αρχαιολογική έρευνα, π.χ., σε ποιον βαθμό ήταν επιχρωματισμένα, ποιες τεχνικές βαφής χρησιμοποιούσαν, πώς προστάτευαν τα χρώματα από τις φθορές κ.λπ.».
Από τις αρχαίες μαρτυρίες, αλλά και από όσα αποκάλυψε η επιστημονική έρευνα, προκύπτει ότι οι αρχαίοι πειραματίζονταν στους ενδιάμεσους χρωματικούς τόνους, επιδιώκοντας να αποδώσουν «ρεαλιστικά» την ανθρώπινη επιδερμίδα. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι χρησιμοποιούσαν την τεχνική της γάνωσης για να στιλβώσουν την ανθρώπινη «σάρκα», πιθανώς με σμύριδα και κερί, προκειμένου να πάρει το χρώμα του ελεφαντόδοντου και να διακρίνεται από τα ρούχα.
Τα τελευταία δημιουργούν με την πολυχρωμία τους ένα εντυπωσιακό... ντεφιλέ με «μοντελάκια» που λανσάριζε η μόδα της κάθε εποχής! Τα φανταχτερά ενδύματα των αρχαίων ήταν το ίδιο φανταχτερά και στις ανάγλυφες αναπαραστάσεις, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για την καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα. Όποιος θέλει να βγάλει συμπεράσματα για τις στυλιστικές τάσεις, ας παρατηρήσει τις κόρες που διασώζονται. Οι παλαιότερες «φοράνε» ένα βαρύ πέπλο από χοντρό ύφασμα. Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα έρχεται από την «κοσμοπολίτικη» Ιωνία η μόδα του χιτώνα, που πάνω τύλιγαν ένα λεπτό ιμάτιο. Αργότερα, στον 4ο αιώνα, ο χιτώνας γίνεται άλλοτε κοντομάνικος και άλλοτε μακρυμάνικος, ενώ ζώνεται πιο ψηλά. Η ανίχνευση των χρωμάτων σ' αυτά τα ανάγλυφα ρούχα παρουσιάζει ? κυριολεκτικά ανάγλυφα ?τις... προσταγές των αρχαίων μόδιστρων.
Η έκθεση των εκμαγείων του Μονάχου διαλύει το μύθο των λευκών μαρμάρων. Αλλά το κάνει με μιαν αναπόφευκτη χρωματική υπερβολή. Τα γύψινα αντίγραφα που έχουν
χρωματιστεί με πινέλο είναι αδύνατον να αποδώσουν τους ενδιάμεσους τόνους που δημιουργούσε η απορρόφηση των χρωμάτων από τους πόρους των μαρμάρων. Όμως, ήταν και οι διαφορετικές τεχνικές, καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι επιχρωματιοτές. Ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μας ξεναγεί στο βασίλειο των «Πολύχρωμων θεών», ξεκινώντας από τα κυκλαδικά φιαλίδια με χρώμα από την Προϊστορική Συλλογή που περιλαμβάνονται στα εκθέματα. Μιλάει για την εγκαυστική τεχνική που χρησιμοποιούσαν, αναμειγνύοντας με ένα πυρωμένο σίδερο, το κέστρον, λιωμένο κερί με χρώμα και απλώνοντας αυτό το μείγμα στην επιφάνεια των γλυπτών.
«Η έκθεση είναι μια σπουδή πάνω σ' αυτό το ζήτημα» επισημαίνει ο Νικόλαος Κάλτσας.
«Μας λέει ότι είναι καιρός να ξεχάσουμε τη ρομαντική αντίληψη που έχουμε για το λευκό μάρμαρο. Ότι πρέπει να δούμε αυτήν την αναπάντεχη πραγματικότητα, χωρίς να πάθουμε σοκ από τα ζωγραφισμένα αγάλματα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες δεν ζουν σε ένα μουντό και άχρωμο περιβάλλον. Στον περίγυρο του Αιγαίου η πολυχρωμία είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι ζούσαν κι εκείνοι μέσα στα χρώματα και ήταν πολύ φυσικό να τα επαναλαμβάνουν στα έργα που φιλοτεχνούσαν. Τα φανταχτερά χρώματα των γλυπτών δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να καθρεφτίζουν τον τόπο τους και την εποχή τους».
Κιννάβαρι = ορυκτός ερυθρός θειούχος υδράργυρος
Αζουρίτης = ορυκτό του χαλκού
Μαλαχίτης = ημιπολύτιμος λίθος
Ώχρα = μεταλλική φυσική χρωστική ύλη αποτελούμενη από άργιλο, οξείδια του σιδήρου ή του μαγνησίου
Τα 51 εκμαγεία διαλύουν, μεν, το μύθο των λευκών μαρμάρων, αλλά το κάνουν με μια χρωματική υπερβολή. Ήταν αναπόφευκτο, καθώς ο γύψος δεν απορροφά το χρώμα κατά τον ίδιο τρόπο που το κάνει το μάρμαρο.
Οι πρόγονοί μας θεωρούσαν ολοκληρωμένο ένα γλυπτό μόνο μετά την επιζωγράφισή του. Η λογική τους ήταν ότι το άγαλμα έπρεπε να δείχνει «ζωντανό».